ομπρέλα

ομπρέλα
Αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την προστασία του ανθρώπου από τη βροχή ή απότον ήλιο. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική umbre = σκιά, ανάλογη με την ελληνική σκιάδιον). Η ο. αποτελείται από ένα υφασμάτινο κάλυμμα που στηρίζεται σε σιδερένιες βέργες, οι οποίες είναι προσαρμοσμένες σε κεντρικό στέλεχος που, στην άλλη άκρη του, έχει μια λαβή. Η καταγωγή της ο. έχει ιερό χαρακτήρα και ανάγεται σε αρχαιότατους χρόνους. Στην αρχή θεωρείτο ιερό αντικείμενο ορισμένων θεών και κατόπιν έγινε βασιλικό έμβλημα. Ήταν γνωστή στους Ασσύριους, Αιγυπτίους, Πέρσες, και Κινέζους, και από τον 5o αι. στην Ελλάδα, όπου χρησιμοποιήθηκε σε θρησκευτικές τελετές. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε για την προφύλαξη από τον ήλιο και ήταν στολισμένη με κρόσια. Ο. με πολυτελείς λαβές χρησιμοποιούσαν και στην αρχαία Ρώμη. Η χρήση της διατηρήθηκε επί αιώνες στην Ανατολή, ενώ στη Δύση, εξαφανίστηκε για πολύ καιρό και επανεμφανίστηκαν στη Γαλλία τον 15o αι. Από εκει διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, ως το πιο εκλεπτυσμένο εξάρτημα της γυναικείας ενδυμασίας. Τον 19o αι. ήταν συχνά τόσο μικρή ώστε να είναι αμφίβολη η χρησιμότητα της, ενώ αντίθετα, η ο. της βροχής ήταν μεγάλων διαστάσεων. Αληθινή επανάσταση στην ο. έγινε με την εμφάνιση των σιδερένιων βεργών. Στις αρχές του 20ού αι. οι γυναικείες ο. ήταν μεγάλες και πολύ καμπυλωτές, στολισμένες συχνά με κορδέλες, κεντήματα και δαντέλες στην άκρη και με λαβές από κοράλι, κρύσταλλο, όνυχα ή πορσελάνη, και στα τελευταία χρόνια, από ξύλο ή δέρμα. Στα χρόνια άλλωστε αυτά, οι ο. έχουν σχεδόν τυποποιηθεί. Οι ομπρέλες της Ταϊλάνδης φημίζονται για τα σχέδια και την ποικιλία των χρωμάτων τους. Οι ομπρέλες είναι ιδιαίτερα διαδομένες στη Μαλαισία, κυρίως στους θερμούς μήνες του καλοκαιριού. Η ομπρέλα έγινε απαραίτητο εξάρτημα της γυναικείας μόδας. Στη φωτογραφία, ο περίφημος πίνακας «Η ομπρέλα του ήλιου» του Ισπανού ζωγράφου Φρ. Γκόγια, που βρίσκεται στο Πράντο της Μαδρίτης. Διακρίνεται για την αρμονία των χρωμάτων του.
* * *
ή ομβρέλλα, η
1. μέσο προστασίας από τη βροχή ή από την ηλιακή ακτινοβολία, που αποτελείται από επίμηκες, πτυσσόμενο ή μη, στέλεχος, στο άνω άκρο τού οποίου είναι προσαρθρωμένα ακτινοειδώς λεπτά, μεταλλικά κυρίως, ελάσματα που συγκρατούν επάνω τους στρογγυλό κομμάτι από αδιάβροχο ύφασμα ή πλαστικό υλικό
2. φρ. «πυρηνική ομπρέλα» — η παρεχόμενη στα μέλη μιας συμμαχίας ή και σε ένα φίλιο κράτος στρατηγική προστασία από μεγάλη δύναμη η οποία κατέχει πυρηνικά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ombrella, με επίδραση τού ιταλ. ombra «σκιά» < λατ. umbrella «ομπρέλα, αλεξήλιο», υποκορ. τού λατ. umbra «σκιά». Το -β- (ομβρέλλα) αντί –μπ οφείλεται στο φαινόμενο τού υπεραστισμού (πρβλ. μοδέρνος αντί μοντέρνος). Η λ. ομπρέλα αποδόθηκε στην Ελληνική ως αλεξιβρόχιο και αλεξήλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομπρέλα — η (λ. ιταλ.), μέσο φορητό για την προφύλαξή μας από βροχή ή ήλιο, αλλ. παρασόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • άττα — (atta). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φορμικιδών. Ζουν κυρίως στο Μεξικό και στη Νότια Αμερική. Έχουν σχετικά με το σώμα τους δυσανάλογο κεφάλι και ονομάζονται από τους ιθαγενείς μυρμήγκια με ομπρέλα γιατί πάντα μεταφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • αλεξήλιο — Βλ. λ. ομπρέλα. * * * το ομπρέλα χρήσιμη για την προφύλαξη από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω* «απομακρύνω» + ήλιος Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parasol] …   Dictionary of Greek

  • αλεξιβρόχιο — Βλ. λ. ομπρέλα. * * * το ομπρέλα χρήσιμη για την προφύλαξη από τη βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * + βροχή Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parapluie < para (στοιχείο που εκφράζει την έννοια τής προστασίας, τής προφυλάξεως) «εμποδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • σκιάδιο — το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ [σκιά / σκιάς, άδος] 1. ομπρέλα, αλεξήλιο 2. πλατύγυρο καπέλο 3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας νεοελλ. ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • Griechische Diglossie — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Sprachenfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Sprachfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechischer Sprachenstreit — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”